άχτιστος

άχτιστος
η , ο непостроенный, невыстроенный, несооружённый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "άχτιστος" в других словарях:

  • άκτιστος — και άχτιστος, η, ο (AM ἄκτιστος, ον) νεοελλ. (για οικοδομήματα) αυτός που δεν χτίστηκε ή δεν μπορεί να χτιστεί αρχ. αδημιούργητος μσν. «ἄκτιστον φῶς» το λαμπρότατο φως, το οποίο περιβάλλει τους Ησυχαστές, όταν βρίσκονται σε έκσταση θεωρείται ως… …   Dictionary of Greek

  • αδώμητος — ἀδώμητος, ον (Μ) [δωμάω] άχτιστος …   Dictionary of Greek

  • αλάνα — η [αλάνι] 1. ανοιχτός αφύτευτος και άχτιστος χώρος μέσα σε οικισμό, πλατεία 2. πολύ ευρύχωρος ή εκτεταμένος τόπος …   Dictionary of Greek

  • ανοικοδόμητος — η, ο (AM ἀνοικοδόμητος, ον) αυτός που δεν έχει οικοδομηθεί, άχτιστος …   Dictionary of Greek

  • ανοικοδόμητος — η, ο αυτός που δεν ανοικοδομήθηκε, άχτιστος: Το παλιό μας σπίτι το χουμε ακόμη ανοικοδόμητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»